- ιστορικός
- η , ό[ν] 1. исторический;
ιστορικός υλισμός — исторический материализм;
ιστορικό γεγονός — историческое событие;
ιστορική ημερομηνία — историческая дата;
2. (ο ) историк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιστορικός υλισμός — исторический материализм;
ιστορικό γεγονός — историческое событие;
ιστορική ημερομηνία — историческая дата;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἱστορικός — exact masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστορικός — ή, ό (ΑΜ ἱστορικός, ή, όν) [ιστορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός μελετητής τής ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο… … Dictionary of Greek
ιστορικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στην ιστορία: Ιστορικό σύγγραμμα. – Ιστορικές μελέτες. – Ιστορικές πηγές. – Ιστορική εξέλιξη. – Iστορικό μουσείο. 2. φρ., «ιστορική γραφή ή ιστορική ορθογραφία μιας λέξης», γραφή σύμφωνα με την ετυμολογία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστορικός, ο — η επιστήμονας που μελετά ή διδάσκει την ιστορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱστορικά — ἱστορικός exact neut nom/voc/acc pl ἱστορικά̱ , ἱστορικός exact fem nom/voc/acc dual ἱστορικά̱ , ἱστορικός exact fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορικώτερον — ἱστορικός exact adverbial comp ἱστορικός exact masc acc comp sg ἱστορικός exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορικῶν — ἱστορικός exact fem gen pl ἱστορικός exact masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορικόν — ἱστορικός exact masc acc sg ἱστορικός exact neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμήνι — Ιστορικός οικισμός της νεότερης νεολιθικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.), κοντά στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη (βλ. λ. Διμήνιο), 4 χλμ. ΝΔ του Βόλου. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1887, με τη συνεργασία Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων,… … Dictionary of Greek
παυσίμαχος — Ιστορικός και γεωγράφος από τη Σάμο. Έζησε σε άγνωστη εποχή. Έγραψε τις Κτίσεις, ιστορία και περιγραφή της Γης. * * * ον, Α επιγρ. αυτός που καταπαύει τη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + μαχος … Dictionary of Greek
Ναυαρίνο — Ιστορικός οικισμός της Μεσσηνίας, στο Ιόνιο, γνωστός σήμερα με την ονομασία Πύλος. Αναφέρεται επίσης ως Νιόκατρο ή Νεόκαστρο. ναυμαχία του Ν. Ναυτική σύγκρουση του τουρκοαιγυπτιακού στόλού με ενωμένες ναυτικές μοίρες του αγγλικού, γαλλικού και… … Dictionary of Greek